ὀφθαλμικά

ὀφθαλμικά
ὀφθαλμικά
ὀφθαλμικός
of: neut nom /voc /acc pl
ὀφθαλμικά̱ , ὀφθαλμικός
of: fem nom /voc /acc dual
ὀφθαλμικά̱ , ὀφθαλμικός
of: fem nom /voc sg (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀφθαλμικά — ὀφθαλμικός of neut nom/voc/acc pl ὀφθαλμικά̱ , ὀφθαλμικός of fem nom/voc/acc dual ὀφθαλμικά̱ , ὀφθαλμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικάς — ὀφθαλμικά̱ς , ὀφθαλμικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COLLYRA seu COLLYRIS — COLLYRA, seu COLLYRIS Graece Κολλύρα, et Κολλυρὶς, pastillus, seu parvus panis, in cinere coctus, atque inde cineribus fordidus. Hesychius: Ολλύρα, Θεόφραςος ἐπὶ τῶ ἐκ τέφρας πεπλασ μεν´ων. Aliter ἄκολος etc. Hinc κολλύρια, ocularia medicamenta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPODIUM — Graece Σπόδιον, everrimentum est caminorum metallicorum cum scintillis et carbonibus, cineribusque (unde nomen) mixtus: Dioscorides σύρμα vocat, et ἀπόψημα τȏυ ἐδάφους τȏυ καμίνων. Unde Gerardus male Tabaxir Persarum sic vertit, quod est Sacharum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λυγκεύς — λυγκεύς, έως, ὁ (Α) [λύγξ (I)] φάρμακο για οφθαλμικά νοσήματα …   Dictionary of Greek

  • Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”